- φλεβίων
- φλέβιονany one of the smaller vesselsneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλεβί — το / φλεβίον, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] (υποκορ. τ.) μικρή φλέβα, φλεβίτσα νεοελλ. ραβδωτή απόχρωση αρχ. μτφ. υπόγειο ρείθρο («ἐξ... ὑπονόμων τινῶν φλεβίων συνθλίβεσθαι τὴν πρὸς τῇ ρίζῃ τοῡ ὄρους κρήνην», Στράβ.) … Dictionary of Greek